Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χύτρων κ. Λεόντιος εγεννήθη την 7ην Αυγούστου 1946 εις Άγιον Ερμόλαον Κυρηνείας. Το 1958, αφού ολοκλήρωσε την στοιχειώδη εκπαίδευσιν εις το δημοτικόν της γενέτειράς του, προσελήφθη ως δόκιμος εις την Ιεράν Μονήν Αγίου Νεοφύτου. Μετά τριετή δοκιμασίαν εις την Μονήν ενεγράφη εις το Γυμνάσιον Πάφου, εκ του οποίου απεφοίτησε το 1967. Το ίδιον έτος εχειροτονήθη εις διάκονον και εν συνέχεια υπηρέτησεν επί πενταετίαν ως έφορος της Μονής. Το 1972 ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περατώσας τας σπουδάς του το 1976, εχειροτονήθη εις πρεσβύτερον και προεχειρίσθη εις Αρχιμανδρίτην υπό του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄. Μετά την εκλογή του Ηγουμένου Χρυσοστόμου εις Μητροπολίτην Πάφου η μοναστική αδελφότητα εξέλεξεν ομοφώνως τον Αρχιμανδρίτην Λεόντιον ως νέον Ηγούμενον της Μονής. Η ενθρόνισίς του έγινε την 5ην Μαρτίου 1978 υπό του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄.
Την 22αν Μαίου 2007 εξελέγη υπό της Αγίας και ιεράς Συνόδου Επίσκοπος με τον τίτλον της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής των Χύτρων και την 24ην Ιουνίου έγινε η χειροτονία και η ενθρόνισίς του εις το καθολικόν της Ιεράς Μονής Αγίου Νεοφύτου.
Ονομαστική εορτή: 18 Ιουνίου.
Επισκόπου Χύτρων Λεοντίου
Χειροτονητήριος Λόγος.
Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου
Κυριακή 24 Ιουνίου 2007
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…» και ευλαβικά υποκλίνεται μπροστά στις ανεξιχνίαστες βουλές Του και στης σοφίας Του τον απύθμενο ωκεανό. Η γλωσσοπυρσόμορφος του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος Χάρις ανύψωσέ με πριν από λίγο, δια των χειρών του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας, στον υπέρτατο της ιερωσύνης βαθμό, σε Επίσκοπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής των Χύτρων. Δοξολογώ και από τα μύχια της καρδίας μου, ευγνώμονες αναπέμπω ευχαριστίες προς τον εν Τριάδι Κύριο και Θεό μου, ο οποίος επέβλεψεν επ’ εμέ, τον ταπεινό και αδόκιμο δούλο Του. «Είη ευλογημένον και δεδοξασμένον Αυτού το όνομα!»
Μακαριότατε, Σεβασμιότατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς, Πανοσιολογιότατοι Καθηγούμενοι και Οσιότατες Καθηγουμένες, Ευλαβείς του Υψίστου Λειτουργοί, εντιμότατοι κύριοι Υπουργοί, εξοχότατε κύριε Πρέσβυ της Ρωσικής Δημοκρατίας· έντιμοι κύριοι Πρόεδρε και επίτιμε Πρόεδρε του Κινήματος Σοδιαλδημοκρατών, έντιμε κύριε αναπληρωτή Πρόεδρε του Δημοκρατικού Συναγερμού, κύριοι Βουλευτές, κύριοι Δήμαρχοι, κύριε Έπαρχε, κύριοι εκπρόσωποι των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών, ευσεβείς χριστιανοί,
Σεμνύνεται σήμερα η Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή της Εγκλείστρας Μονή. Γιορτάζει και πανηγυρίζει για την τιμή που γίνεται στον προκαθήμενό της. Έμπλεοι πνευματικής ευφροσύνης, η μοναστική αδελφότητά της και το πλήθος του ευσεβούς εκκλησιάσματος, μετέχουν « όλη ψυχή και διανοία» στη χαρά της.
Εγώ όμως, ενεός, ατενίζω, από το ύψος του επισκοπικού αξιώματος, το βάθος της σωματικής και πνευματικής μου πενίας >αι δέος με κατακυριεύει. Απορώ και εξίσταμαι και μέσα μου διερωτώμαι. Γιατί η περί εμέ τον ευτελή θεία αυτή συγκατάβαση; Προς τι η τιμητική αυτή διάκριση;
Όταν φωτισμένοι και άγιοι ιεράρχες μετά πολλής δυσκολίας και πολλών πιέσεων προχωρούσαν στα ενδότερα του θυσιαστηρί>υ και όταν ακόμη ο ιδρυτής και πολιούχος της σεβασμίας αυτής Μονής, Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ο περί την αγιότητα διαλάμψας, πιεζόταν υπό του Επισκόπου Πάφου « επί τετραετίαν όλην… άχρις ού εις τον της ιερωσύνης ζυγόν κατεζεύγλησεν…», (Αγίου Νεοφύτου Συγγράμματα, Τομ. Β’ σελ. 34, Πάφος 1998) πώς εγώ απετόλμησα να σηκώσω επί των ασθενικών μου ώμων το βαρύ της αρχιερωσύνης σταυρό;
Σεις Μακαριώτατε, γνωρίζετε τους σοβαρούς ενδοιασμούς μου για την αποδοχή της τιμής αυτής και γνωρίζετε ακόμη ότι υ>οχώρησα μπροστά στης αγάπης Σας την επιμονή και στου Θεού την κλήση, που εκφράστηκε δια της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Του. Στα ώτα μου έφθασαν επιτακτικά και του ιερού Χρυσοστόμου οι λόγοι: «Ο Θεός σε εξελέγξατο, αυτός σοι ενεπίστευσεν…μη υβρίσης, μηδέ καταισχύνης του Θεού την ψήφον» (Ε.Π.Ε, Τόμος 23 σελ. 200) και ότι « ο διακρουόμενος και αποπηδών, εστίν υπεύθυνος εγκλημάτων παρακοής και απειθείας» (Ε.Π.Ε, Τόμος 23 σελ. 120). Και λύγισα τότε και συγκατατέθηκα.
Και ιδού, ύστερα από τριάκοντα χρόνια ηγουμενίας, καλούμαι να συνεχίσω από σήμερα το έργο της διακυβέρνησης και διαποίμανσης της ιστορικής αυτής μονής, ως Επίσκοπος. Και μάλιστα ως ο πρώτος Επίσκοπος – Ηγούμενος στην οκτακοσιετή και πλέον ιστορία της. Το προνόμιο αυτό και μόνο συγκλονίζει την ύπαρξή μου.
Γι’ αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω σήμερα ενώπιόν σας, από του περίλαμπρου και ιστορικού τούτου θρόνου, τη διαβεβαίωση ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω το επισκοπικό αξίωμα ως βήμα δόξας και δεσποτείας, αλλά ως έπαλξη για προσφορά και διακονία των κατά Χριστόν αδελφών μου και της Εκκλησίας γενικότερα.
Ποτέ δεν θα λησμονήσω πως ο Επίσκοπος, ως η ορατή κεφαλή του σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, είναι>εις « τόπον και τύπον» Εκείνου, σύμφωνα με τη διδασκαλία των πνευματέμφορων Πατέρων μας. Πυξίδα του πνευματικού του έργου πρέπει να έχει τα δόγματα των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων και τη γνήσια Εκκλησιαστική μας Παράδοση· και καθημερινό του βίωμα το Πάθος και το Σταυρό του Κυρίου μας. Να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, να πάσχει και να θυσιάζεται για το καλό του ποιμνίου του. Όχι με λόγια μόνο αλλά και με έργα. Με την ίδιά του τη ζωή να διδάσκει πρέπει και να καθοδηγεί τους πιστούς. Η διάσταση λόγων και έργων σκανδαλίζει το ποίμνιο. Όταν σε μας « ορώσι βίους επιληψίμους και ψυχάς γηΐνας», τότε της Εκκλησίας οι εχθροί επιχαίρουν και οι ασθενείς περί την πίστη παρασύρονται μακράν της κιβωτού της σωτηρίας.
Στο σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού, που παραμορφώνεται συνεχώς από την ιδιοτέλεια, >η βία, τον εγωκεντρισμό και την αποξένωση, οφείλει ο Επίσκοπος να δίνει τη δική του προσωπική μαρτυρία για το βαθύτερο νόημα της ζωής, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η πορεία από τα επίγεια προς τα επουράνια. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμε» (Εβρ.13,14) διακηρύττει ο υψιπέτης αετός και ουρανοβάμονας Παύλος. Και με την όλη βιοτή του να υπενθυμίζει πρέπει ότι εκείνο που ανακαινίζει τον άνθρωπο και την κοινωνία είναι το χριστιανικό ήθος της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Γιατί, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, « ουδέν όφελος ημίν εις σωτηρίαν δογμάτων υγειών, διεφθαρμένης ημίν της ζωής».
Κύριο μέλημά του πρέπει να έχει την καθοδήγηση του ποιμνίου του εις νομάς σωτηρίους, να το επαναφέρει πίσω στ>ν παράδεισο της τρυφής και της αθανασίας. Με άγρυπνο μάτι να κατευθύνει πρέπει και να εποπτεύει την πνευματική πορεία των εμπιστευθεισών σ’ αυτόν ψυχών, με κατευθυντήρια πάντοτε γραμμή την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον. Γιατί «ο Θεός αγάπη εστί· και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιω. 4,16).
Η προς τον πλησίον μάλιστα αγάπη του πρέπει να είναι τέτοια, ώστε « να χαίρει μετά χαιρόντων και να κλαίει μετά κλαιόντων». Να υπερασπίζεται σθεναρά το δίκαιο, χωρίς να αποβλέπει εις πρόσωπον ανθρώπου. Να αντιμετωπίζει, χωρίς διακρίσεις, τον αρχόμενο όπως τον άρχοντα, τον πτωχό όπως τον πλούσιο και τον άσημο όπως τον διάσημο. Στις δοκιμασίες και στις συμφορές τους να είναι πάντοτε κοντά τους για να τους στηρίζει, να τους παρηγορεί, να τους εμψυχώνει. Να αναζητεί τις αιτίες και να τους προσφέρει τα προς θεραπεία κατάλληλα φάρμακα. Να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας, αλλά και να ερμηνεύει θεολογικά τις δοκιμασίες, παρέχοντας παράλληλα μηνύματα πνευματικής αντίστασης για αντιμετώπισή τους.
Για όλα αυτά θα προσφέρω, Μακαριώτατε, όλες τις δυνάμεις που διαθέτω και θα αναλώσω εμαυτόν, ως καιομένη λαμ>άδα, ώστε να ανταποκριθώ, με τη βοήθεια και του Θεού, στο υψηλό λειτούργημα που με αναμένει.
Ειδικότερα, θα έχω πάντοτε στην καρδιά μου και στη σκέψη μου τα κατεχόμενα χωριά και τις πόλεις μας. Τους συλημένου> και κατεστραμμένους ναούς και τα μοναστήρια μας. Τον πόνο των συγγενών των αγνοουμένων μας. Τους εκτοπισμένους και εγκλωβισμένους αδελφούς μας, που για τριάντα τρία χρόνια τώρα σηκώνουν το σταυρό του μαρτυρίου τους. Θα ενώνω τη φωνή μου με τη δική σας και μ’ εκείνη των άλλων μελών της Ιεραρχίας μας και θα είμαι στρατευμένος στην υπηρεσία της Εκκλησίας και της Πατρίδας, μέχρις ότου το δίκαιο κατισχύσει και ο ήλιος της ελευθερίας ανατείλει και στα σκλαβωμένα εδάφη μας. Μέχρι την ημέρα που και εγώ, χωρίς απαράδεκτες διαδικασίες, θα μπορώ να επισκέπτομαι το πατρικό μου σπίτι στον Άγιο Ερμόλαο και τους τάφους των προγόνων και συγχωριανών μου, για να προσεύχομαι εκεί ελεύθερα για την ανάπαυση των ψυχών τους. Μέχρι την ώρα που και η όμορφη κωμόπολη της Κυθραίας, οι αρχαίοι Χύτροι, της οποίας έχω την τιμή να φέρω τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής, θα ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της για να υποδεχθεί τα διασκορπισμένα παιδιά της, κάτω από τους γλυκόλαλους ήχους των καμπάνων της Παναγίας της Χαρδακιώτισσας και των άλλων Εκκλησιών της.
Ας μού επιτραπεί τώρα, Μακαριώτατε, Πανιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς, να απευθύνω για λίγο το λόγο προς τους αγαπητούς και πεφιλημένους συμμοναστές μου.
Σας ευχαριστώ, αδελφοί μου, για τη συνεργασία σας και για την όλη προσφορά σας προς την τροφό Μονή μας, κατά τα χρόνια της ηγουμενίας μου. Ομολογουμένως πολλά έχουμε κατορθώσει. Υπάρχουν όμως πάντοτε περιθώρια για περισσότερα. Στον πνευματικό ιδίως τομέα, επιδίωξή μας πρέπει να είναι η περαιτέρω αναβάθμιση της ιστορικής μας Μονής ώστε να την αναδείξουμε, ακόμη περισσότερο, κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας.
Συνειδητά αποκλείσαμε τη λεωφόρο των κοσμικών απολαύσεων και επιλέξαμε «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν» μ’ έναν κα> μοναδικό στόχο, τον οποίο ουδέποτε πρέπει να ξεχνούμε. Τίποτε δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει απ’ αυτόν. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από την ηθική και πνευματική μας ανέλιξη και την κατά Χάριν Θέωση. Όλες οι άλλες δραστηριότητές μας έχουν αξία μόνο όταν υπηρετούν το βασικό αυτό στόχο, ο οποίος επιτυγχάνεται με σκληρό αγώνα κατά του σαρκικού φρονήματος και με τη συχνή συμμετοχή μας στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας. Να καταστείλουμε πρέπει τα άλογα πάθη και να καταστήσουμε το σώμα μας « ναόν του εν ημίν οικούντος Αγίου Πνεύματος ». Αυτό βέβαια είναι επιδίωξη όλων των μελών της Εκκλησίας, γι’ αυτό και η Ορθοδοξία χαρακτηρίζεται και ως Εκκλησία της ασκήσεως. Υπάρχουν όμως και οι εκκοσμικευμένοι «χριστιανοί», που ως κύρια ιδεώδη τους έχουν την πρόσκαιρη κοσμική επιτυχία, την υλική ευημερία, τις σαρκικές απολαύσεις και την εωσφορική αυτάρκεια. Ο μοναχός αποστασιοποιείται από όλα αυτά. Στρατεύεται στον πνευματικό αγώνα για κάθαρση από τα πάθη· για ενίσχυση της βούλησής του στο αγαθό· για την απόκτηση των χριστιανικών αρετών· για πλήρη εναρμόνιση του θελήματός του προς το άγιο θέλημα του Θεού. Δίκαια, ως εκ τούτου, οι μοναχοί θεωρούμαστε ως η δόξα και η εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας στον αγώνα αυτό. Μαρτυρική είναι όντως η ζωή μας και δίκαια επίσης αντικαταστήσαμε στη συνείδηση των πιστών, τους μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού.
Στην καθημερινή μας ζωή, αδελφοί μου, να επιλέγουμε πρέπει, όπως η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, « την αγαθήν μερίδα>, ευρισκόμενοι παρά τους πόδας του Ιησού, είτε στις ιερές ακολουθίες, είτε στο διακόνημά μας, είτε στο κελλί μας προσευχόμενοι.
Χέρι με χέρι, ας συνεχίσουμε όλοι μαζί την πορεία μας προς της πνευματικής ζωής τις κορυφές. Το δρόμο μας το >άραξε ο Άγιός μας με τα θεόπνευστα διδάγματά του και της σοφίας του τον πλούτο. Και αν στην πορεία μας αυτή, κάποιος κουραστεί, να τον στηρίξουμε πρέπει οι άλλοι, για να μη πέσει· και αν ακόμα πέσει, να μην τον εγκαταλείψουμε αβοήθητο Με αγάπη να τον σηκώσουμε και να του πλύνουμε τις πληγές, για να συνεχίσει μαζί μας την πορεία. Δική μου ευθύνη είναι να παρακολουθώ τα βήματά σας και να σας καθοδηγώ. Με την πειθώ της αγάπης μου και με της μακροθυμίας μου τον πατρικό έλεγχο, όταν χρειάζεται. Μέχρι να φθάσουμε, με τη Χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στην πνευματική μας Ιθάκη, στην κορυφή των πνευματικών μας αναζητήσεων.
Με την ευκαιρία αυτή επιθυμώ να απευθυνθώ και σε σας, στα κατά κόσμο πνευματικά μου παιδιά, για να καθησυχάσω>τις ανησυχίες σας για μένα και να σας διαβεβαιώσω ότι στης μετανοίας μου τη Μονή θα παραμείνω, συνεχίζοντας να είμαι πάντοτε στη διάθεσή σας, δέσμιος της αγάπης σας και της αφοσίωσής σας. Από σας ζητώ να με στηρίζετε με τις προσευχές σας, για να μπορώ να ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες σας. Και εγώ θα σας παρέχω τον αγιασμό και την ευλογία της Εκκλησίας μας.
Ο Θεός, αδελφοί μου, δια του Λόγου Του, μας καλεί όλους να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του, με τη δική μας αγάπη. « Η ζωή »>σημειώνει ένας σύγχρονος διανοούμενος « είναι ένα δώρο του Θεού σε μας. Ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας είναι το δικό μας δώρο στο Θεό». Ας κάνουμε το δώρο αυτό όσο καλύτερο μπορούμε με το να ζούμε όπως Εκείνος θέλει. Ας σηκώσουνε στους ώμους μας το ζυγό Του για να βρούμε ανάπαυση στις ψυχές μας. Συγκινητική είναι η πρόσκλησή Του. « Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς... και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11.29).
Στις ιερές και ανεπανάληπτες αυτές στιγμές της ζωής μου δεν μπορώ να μη φέρω στη σκέψη μου τις μορφές των πνευματικών μου πατέρων και αδελφών της σεβασμίας αυτής Μονής, καθώς και του φυσικού μου πατέρα, που έχουν απέλθει από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Τους αισθάνομαι να παρίστανται αοράτως και να ευφραίνονται μαζί μας και προσεύχομαι στον παντελεήμονα Θεό μας να αναπαύει τις ψυχές τους. Στη μνήμη μου έρχεται ακόμη της πολυσέβαστης μου Μάνας η γλυκύτατη φυσιογνωμία, που καθηλωμένη, λόγω της γεροντικής της αναπηρίας, δεν ήταν δυνατό να βρίσκεται σήμερα στη μυστηριακή αυτή σύναξη. Ως αντίδωρο της μεγάλης της αγάπης, της υπομονής και της αφοσίωσής της στην πολυμελή οικογένειά της, προσεύχομαι να είναι «χριστιανικά, ανώδυνα, ανεπέσχυντα και ειρηνικά» τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της. Της ευαρέσκειάς μου τα αισθήματα επιθυμώ να εκφράσω και προς εσάς αγαπητά μου αδέλφια γιατί πάντοτε με περιβάλλετε με την άδολη αγάπη σας και με στηρίζετε στην πνευματική μου αποστολή. Σας ευχαιστώ για όσα έχετε κάνει για μένα και εύχομαι σε σάς κάθε ευλογία και ευτυχία κατά Χριστόν.
Ευγνώμονες ευχαριστίες απευθύνω και προς τα σεπτά Μέλη της Αγίας και Ιεράς ημών Συνόδου, τους Σεβασμιωτάτους και Θε>φιλεστάτους Αρχιερείς μας, για την ευμενή τους κρίση στην εκλογή μου, ως Επισκόπου Χύτρων, καθώς και για τον κόπο στον οποίο υποβλήθηκαν για να παρίστανται σήμερα και να συμμετέχουν στην πνευματική αυτή πανδαισία. Θερμότατα ευχαριστώ ακόμη το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Κένυας κ. Μακάριο και το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου κ. Μακάριο, τους Πανοσιολογιώτατους Ηγουμένους, τις Οσιότατες Ηγουμένες και όλους τους κληρικούς, μοναχούς, και λαϊκούς αδελφούς, που προσέτρεξαν για να μοιρασθούν τη χαρά μου και να με στηρίξουν με τις προσευχές τους.
Όλως ιδιαιτέρως όμως ευχαριστώ από της καρδιάς μου τα βάθη, εσάς Μακαριώτατε Δέσποτα, για τη θερμουργό >ριστιανική Σας αγάπη με την οποία ανέκαθεν με περιβάλλετε και για τα όσα «πολυειδώς και πολυτρόπως» έχετε προσφέρει σε μένα. Εύχομαι ολόψυχα, όπως η αγάπη του Θεού με αξιώσει να ανταποκριθώ πλήρως στις προσδοκίες που έχετε επενδύσει στην ταπεινότητά μου. Ευλογημένα και καρποφόρα είθε να είναι της Αρχιεπισκοπείας σας τα χρόνια.
Αγνή Παρθένε Δέσποινα, Υπεραγία Θεοτόκε και Όσιε Θεοφόρε πάτερ ημών Νεόφυτε, προς Εσάς στρέφω τώρα του νου και της καρδιάς μου τις πνευματικές κεραίες. Προς Εσάς που στο σεπτό όνομά Σας τιμάται ο πάνσεπτος τούτος ναός και η παλαίφατη και γερασμία αυτή Μονή. Προς Εσάς που είσθε οι ακοίμητοι φύλακες και προστάτες του μικρού μου ποιμνίου. Να καταθέσω θέλω της απεριόριστης ευγνωμοσύνης και της αγάπης μου «τα μυρίπνοα άνθη», αλλά και να υψώσω σε Σας, για άλλη μια φορά, χείρας ικέτιδας. «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», «Όσιε πάτερ ημών Νεόφυτε πρέσβευε υπέρ εμού». Ποτέ μη με ξεχνάτε. Χρειάζομαι όσο ποτέ τη βοήθειά σας. Ως παρρησίαν έχοντες, να πρεσβεύετε αδιάλειπτα σας καθικετέυω προς τον πανοικτίρμονα Θεόν να κατευθύνει τα διαβήματά μου «εις παν έργον αγαθόν»· και μαζί με τις μεγάλες πνευματικές μορφές των αγίων Πάππου και Δημητριανού, που λάμπρυναν τον Επισκοπικό θρόνο των Χύτρων, να με στηρίζετε στην πορεία της επισκοπικής μου διακονίας. Να ακούσω επιθυμώ διακαώς και εγώ, κατά τη φοβερή εκείνη μέρα της κρίσεως, το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ... είσελθε εις την χαράν τού Κυρίου σου» (Ματθ.25,21) Αμήν.